- λούφες
- ο1) чаевые; 2) шальные деньги;
ο λούφες της εξουσίας — личные блага, преимущества, которые приносит власть;
3) взятка;4) ист. жалованье, плата наёмников
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο λούφες της εξουσίας — личные блага, преимущества, которые приносит власть;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουφές — ο (Μ ἀλοφάς και λοφάς και λοφές) 1. μισθός, ιδίως ο μισθός που καταβαλλόταν για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών επί τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης 2. φιλοδώρημα 3. δωροδοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ulufe «μισθός»] … Dictionary of Greek
λουφές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. ο μισθός που έπαιρναν στην τουρκοκρατία οι αρματολοί. 2. φιλοδώρημα: Βγάζει πολλά λεφτά από τους λουφέδες. 3. μτφ., δωροδοκία: Για να εξυπηρετήσει ζητάει λουφέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… … Dictionary of Greek